- μέλλετε
- μέλλωto be destinedpres imperat act 2nd plμέλλωto be destinedpres ind act 2nd plμέλλωto be destinedimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλλεθ' — μέλλετε , μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλετε , μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλεται , μέλλω to be destined pres ind mp 3rd sg μέλλετο , μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μέλλετε , μέλλω to be … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλετ' — μέλλετε , μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλετε , μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλεται , μέλλω to be destined pres ind mp 3rd sg μέλλετο , μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μέλλετε , μέλλω to be … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
опождатисѧ — ОПОЖДА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Опаздывать, медлить: Сего дѣла не опождаите(сѧ) къ блг(д)ти. но подвигнѣтесѧ. (μὴ μέλλετε) ГБ к. XIV, 35г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 … Dictionary of Greek